προέτρεψα

προέτρεψα
προέτρεψα , προτρέπω
urge forwards
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προὔτρεψα — προέτρεψα , προτρέπω urge forwards aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύτρεψα — προέτρεψα , προτρέπω urge forwards aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπω — προτρέπω, προέτρεψα και πρότρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτρέπω — πρότρεψα και προέτρεψα, παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ κάποιον: Τον πρότρεψα να επισκεφτεί το γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”